ξύνεσις

ξύνεσις
σύνεσις
uniting
fem nom sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξύνεσις — ξύνεσις, ἡ (Α) βλ. σύνεσις …   Dictionary of Greek

  • σύνεση — η / σύνεσις, έσεως, ΝΜΑ, και ξύνεσις Α [συνίημι] φρόνηση, περίσκεψη, σωφροσύνη βασισμένη στη σωστή κρίση (α. «στην αντιμετώπιση κρίσιμων προβλημάτων έδειξε σύνεση και αποφασιστικότητα» β. «σύνεσις πολιτική», Αριστοτ. γ. «σύνεσις φρενῶν», Πίνδ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”